- αὐτοχόωνος
- αὐτοχόωνοςrudely castmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοχόωνος — αὐτοχόωνος, ον (Α) χοντροδουλεμένος, βαρύς («αὐτοχόωνος σόλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί αυτοχόανος < αυτο + χόανος «σκεύος που χρησιμοποιείται για την τήξη των μετάλλων» < χέω και αυτόχωνος < αυτο + χώνη «χοάνη»] … Dictionary of Greek
αὐτοχόωνον — αὐτοχόωνος rudely cast masc/fem acc sg αὐτοχόωνος rudely cast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχοώνῳ — αὐτοχόωνος rudely cast masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek